- αληγός
- ἁληγός, -όν (Α)αυτός που μεταφέρει αλάτι («ἁληγὰ πλοῑα», Πλούταρχος).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς, ἁλός «αλάτι» + -ηγός < ἄγω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁληγά — ἁληγός carrying salt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁληγῶν — ἁληγός carrying salt masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός … Dictionary of Greek